Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διερμηνεία συνεδριάσεων - είδη και ορολογία

Διερμηνεία και μετάφραση

Η διερμηνεία συγχέεται συχνά με τη μετάφραση. Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στο ότι οι διερμηνείς μεταφράζουν προφορικό λόγο ενώ οι μεταφραστές μεταφράζουν γραπτά κείμενα.

Είδη διερμηνείας

Οι διερμηνείς συνεδριάσεων εργάζονται με διάφορους τρόπους τους οποίους χρησιμοποιούν και οι διερμηνείς της Επιτροπής:

Διαδοχική διερμηνεία
Διερμηνεία αμέσως μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης του ομιλητή, συνήθως με τη βοήθεια σημειώσεων.

Ταυτόχρονη διερμηνεία
Διερμηνεία κατά τη διάρκεια της παρέμβασης του ομιλητή, με τη χρήση ειδικού εξοπλισμού (π.χ. καμπίνας, ακουστικών, μικροφώνου).

Ψιθυριστή διερμηνεία ή «chuchotage»
Όταν ένας διερμηνέας κάθεται ή στέκεται όρθιος δίπλα στους συμμετέχοντες στη συνεδρίαση και μεταφράζει ταυτόχρονα και κατευθείαν στο αυτί τους.

Ορολογία

  • ενεργητική γλώσσα: η γλώσσα προς την οποία ο διερμηνέας μεταφράζει
  • παθητική γλώσσα: η γλώσσα από την οποία ο διερμηνέας μεταφράζει 
  • καθεστώς μειωμένης κάλυψης: παρέχεται διερμηνεία, αλλά όχι από όλες τις επίσημες γλώσσες
  • συμμετρικό καθεστώς: οι συμμετέχοντες μπορούν να ομιλούν και να ακούν διερμηνεία στις ίδιες γλώσσες
  • ασύμμετρο καθεστώς: οι συμμετέχοντες μπορούν να ομιλούν σε ορισμένες γλώσσες αλλά διερμηνεία παρέχεται μόνο σε μερικές από τις γλώσσες αυτές
  • νοηματική γλώσσα: οι διερμηνείς νοηματικής γλώσσας παρεμβαίνουν μεταξύ μιας ομιλούμενης και μιας νοηματικής γλώσσας ή μεταξύ δύο νοηματικών γλωσσών
  • αντίστροφη διερμηνεία («retour»): διερμηνεία από τη μητρική γλώσσα του διερμηνέα προς μία δεύτερη ενεργητική γλώσσα
  • διερμηνεία «cheval»: ο διερμηνέας εργάζεται σε δύο καμπίνες στην ίδια συνεδρίαση
  • διερμηνεία «relais»: μερικές φορές αναφέρεται και ως «έμμεση διερμηνεία». Ο διερμηνέας εργάζεται από μια γλώσσα που δεν γνωρίζει με τη βοήθεια μιας τρίτης γλώσσας.
    Παράδειγμα: διερμηνεία από τα φινλανδικά προς τα σλοβακικά μέσω των γαλλικών